- σοδομίτης
- ο, Νσοδομιστής.[ΕΤΥΜΟΛ. < σοδομία + κατάλ. -ίτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρσενοκοίτης — ο (AM ἀρσενοκοίτης) ο σοδομίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρσην, ενος + κοίτης < κοίτη, κοίτος «κρεβάτι»] … Dictionary of Greek
σοδομιτικός — ή, ό, Ν [σοδομίτης] σχετικός με τη σοδομία, σοδομικός … Dictionary of Greek